αξιώλεθρος

αξιώλεθρος
ἀξιώλεθρος, -ον (Μ)
αυτός που αξίζει να εξολοθρευτεί ή να καταστραφεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀξιώλεθρος — pernicious masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιώλεθρον — ἀξιώλεθρος pernicious masc/fem acc sg ἀξιώλεθρος pernicious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… …   Dictionary of Greek

  • βιώλεθρος — βιώλεθρος, ον (AM) ο καταστρεπτικός για τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + όλεθρος (πρβλ. αξιώλεθρος, λεώλεθρος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”